- δικτύωμα
- τοηλεκτρικό δίκτυο με ορισμένο αριθμό ηλεκτρικών κλάδων που τα άκρα τους είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
εξισορροπητής — ο [εξισορροπώ] 1. αυτός που φέρνει ισορροπία 2. (επικοιν.) ηλεκτρικό δικτύωμα τών τηλεπικοινωνιακών γραμμών για τη βελτίωση τών συνθηκών τερματισμού ή για την επίτευξη άριστων συνθηκών εξισορρόπησης … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
Ντέιβισον, Κλίντον Τζόζεφ — (Clinton Josef Davisson, Μπλούμινγκτον, Ιλινόις 1881 – Τσάρλοτσβιλ, Βιρτζίνια 1958). Αμερικανός φυσικός. Μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον ανέπτυξε τη δραστηριότητά του κυρίως στα εργαστήρια της Bell Telephone της Νέας Υόρκης,… … Dictionary of Greek